- Συνέντευξη: Ο ερευνητής Διονύσης Αντύπας με απλά λόγια μας μαθαίνει το χαλαρόνιο και τη σχέση του με την σκοτεινή ύλη
- ΝΕLIOTA: Το ερευνητικό πρόγραμμα παρακολούθησης εκλάμψεων λόγω προσκρούσεων παραγήινων αστεροειδών και μετεωροειδών στη Σελήνη
- Podcast: Συζήτηση με τον καθηγητή Νικόλαο Στεργιούλα με αφορμή το σημαντικό εύρημα της εργασίας του για τα άστρα νετρονίων
- Podcast: Ο Διονύσης Σιμόπουλος απαντά σε ερωτήματα για το σύμπαν και την έρευνα που σχετίζεται με αυτό
- Άρθρο με αφορμή το Nobel Φυσικής του 2017: Οι βηματισμοί της Επιστήμης και η πορεία προς τον εντοπισμό των βαρυτικών κυμάτων
- Συνέντευξη: Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα με τα μάτια ενός νέου ερευνητή όπως ο κ. Μπάμπουλης (Μέρος 3)
- Συνέντευξη: Ο ερευνητής Νανοτεχνολογίας κ. Μπάμπουλης περιγράφει τη δομή των νέων 2D υλικών και τις εφαρμογές τους (Μέρος 2)
- Συνέντευξη: Συζητώντας με τον ερευνητή κ. Παντελή Μπάμπουλη για τα ενδιαφέροντα τεχνητά υλικά, γερμανένιο και πυριτένιο (Μέρος 1)
- podcast: Τι είναι τα Βαρυτικά Κύματα (Συνέντευξη με τον Ερωτόκριτο Κατσαβουνίδη, διευθυντή έρευνας στο ΜΙΤ)
- podcast: Αναζητώντας τα Βαρυτικά Κύματα (Συνέντευξη με τον Χρήστο Τσάγκα, Αναπληρωτή Καθηγητή του ΑΠΘ)
Η Δικαιοσύνη Στην Ελλάδα – Μια Έρευνα της διαΝΕΟσις
Στον δείκτη “Ease of Doing Business” της Παγκόσμιας Τράπεζας η Ελλάδα έρχεται στην 72η θέση ανάμεσα σε 190 χώρες. Είναι μία κακή θέση. Το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα μας είναι χειρότερο από της Αλβανίας, του Κοσόβου και του Βιετνάμ. Βεβαίως, δεν τα πηγαίνουμε εξίσου άσχημα σε όλους τους δείκτες που μετρά η συγκεκριμένη έκθεση. Για παράδειγμα, στον δείκτη που μετράει την ευκολία του διακρατικού εμπορίου είμαστε 31οι (ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έλεγε κανείς). Αλλά εκεί που είμαστε πραγματικά σε πάρα πολύ κακή κατάσταση είναι στο πολύ σοβαρό θέμα της απονομής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η επίλυση μιας συγκεκριμένου τύπου δικαστικής διαφοράς για μια επιχείρηση στη χώρα μας χρειάζεται κατά μέσο όρο 1.580 ημέρες, δηλαδή σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια. Δεν είναι πολλές οι επιχειρήσεις που θα έρχονταν να επενδύσουν ευχαρίστως σε μια χώρα όπου τυχόν δικαστικές απαιτήσεις από τρίτους θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την επένδυσή τους μέχρι τους μεθεπόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το πρόβλημα αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάπτυξη στην Ελλάδα -αυτά τα μεγάλα, χρόνια και περίπλοκα προβλήματα που στη διαΝΕΟσις αποκαλούμε “δράκους”. Όπως έχουμε δει στη μελέτη και των υπόλοιπων “δράκων” (πολυνομία και κακονομία, ασφαλιστικό, φορολογικό, χρέος) δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βγούμε από την αέναη κρίση και να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο αν δεν λυθεί αποτελεσματικά και αυτό. Προς αυτή την κατεύθυνση η διαΝΕΟσις δημοσιεύει μια νέα πρόταση για τη ριζική αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα, γραμμένη από επτά δικαστικούς λειτουργούς που γνωρίζουν τα προβλήματα σε βάθος, έχουν αναπτύξει στο παρελθόν πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο πάνω στο θέμα, αλλά έχουν και καθημερινή εμπειρία από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος.
Συνεισφέροντας στη (επί)γνωση του ζητήματος στην έρευνα (υπο)γράφουν: Κατερίνα Ν. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Α,Π.Θ., Ιωάννης Συμεωνίδης, Αντεπίτροπος στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., Βασίλειος Π. Ανδρουλάκης, Πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτης, Λάμπρος Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών, Πέτρος Αλικάκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών – Δ.Ν.
Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς στην εισαγωγή της μελέτης, με αυτήν “επιδιώκεται η πληροφόρηση των πολιτών για τις αναγκαίες τομές στο δικαστικό σύστημα, ώστε να αρχίσει μια ευρύτερη συζήτηση στην κοινωνία και στους φορείς της καθώς και στα όργανα της πολιτείας, που θα λειτουργήσει προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, προς όφελος εν τέλει του πολίτη που είναι στο επίκεντρο του δικαστικού συστήματος”.
Η πρότασή τους εστιάζει σε πέντε άξονες: Το θέμα της χωροταξίας των δικαστηρίων στην Ελλάδα (πόσα δικαστήρια χρειαζόμαστε; πού πρέπει να βρίσκονται;), το θέμα της χρήσης τεχνολογικών μέσων για την απλοποίηση του δικαστικού έργου, το θέμα της δικαστικής εκπαίδευσης, τους διαθέσιμους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών και το θέμα της στελέχωσης των δικαστηρίων με δικαστικούς υπαλλήλους. Επιπλέον, η έρευνα ξεκινά με μια εισαγωγή της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Κατερίνας Ν. Σακελλαροπούλου, που αναλύει τις βασικές συνιστώσες της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα, καθώς και μια ανάλυση του Αντιπροέδρου του ΣτΕ Μιχάλη Ν. Πικραμένου ως προς τις αρχές και τους κανόνες που έχουν διαπλάσσει διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί για το κράτος δικαίου και την οργάνωση και τη λειτουργία της δικαιοσύνης στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη. Στο τέλος, δε, περιλαμβάνεται και ένα χρήσιμο επίμετρο με στατιστικά στοιχεία για την ελληνική δικαιοσύνη.
1. Το πρόβλημα
Για να καταγράψουν τα βασικά στοιχεία που περιγράφουν την εικόνα της δικαιοσύνης στη χώρα μας, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν κυρίως δύο πηγές: την έκθεση της CEPEJ και τον ετήσιο “Πίνακα αποτελεσμάτων της Δικαιοσύνης” από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η CEPEJ είναι μια επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης (ένας οργανισμός που δεν έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης στα 47 κράτη-μέλη του οργανισμού. Η πιο πρόσφατη μελέτη της για την ποιότητα των δικαστικών συστημάτων κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2018 και διαθέτει μια πληθώρα στοιχείων που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές (κάποιοι εκ των οποίων εκπροσωπούν την Ελλάδα στη CEPEJ) για να αποτυπώσουν γλαφυρά το πρόβλημα της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Ο ετήσιος “Πίνακας αποτελεσμάτων της Δικαιοσύνης” που εκδίδει κάθε χρόνο από το 2013 και μετά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι επίσης μια χρήσιμη πηγή πληροφοριών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφονται στο επίμετρο της μελέτης, η χώρα μας δαπανά λιγότερα χρήματα κατά κεφαλήν για τη λειτουργία του δικαστικού της συστήματος από ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος (41,3 ευρώ, έναντι 64 ευρώ), μια δαπάνη που μάλιστα βαίνει μειούμενη. Στην Ελλάδα από το 2010 έχει αυξηθεί ο αριθμός των δικαστών και (σε μικρότερο βαθμό) των εισαγγελέων, οι οποίοι εισαγγελείς, όμως, είναι πολύ λιγότεροι από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, έχουμε από τα μικρότερα ποσοστά δικαστών που υπηρετούν στον πρώτο βαθμό από όλες τις χώρες της Ευρώπης. Έχουμε μία από τις χειρότερες αναλογίες δικαστικών υπαλλήλων ανά δικαστή, έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικηγόρων και έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικαστηρίων. Στη χώρα μας η επίλυση διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια χρειάζεται περισσότερες ημέρες από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε., ενώ τα πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια της χώρας έχουν τις περισσότερες εκκρεμείς υποθέσεις από όλες τις χώρες της Ε.Ε..
Από τα παραπάνω στοιχεία είναι σαφές ότι ούτε οι πολλοί δικαστές, ούτε τα πολλά δικαστήρια είναι η λύση της αναποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος, γιατί το πρόβλημα είναι η ορθολογική οργάνωση ανθρώπινου δυναμικού και υλικοτεχνικής υποδομής.
Οι επιπτώσεις αυτής της πραγματικότητας είναι προφανείς. Ποιες λύσεις μπορούν να προταθούν; Οι ερευνητές εστιάζουν σε πέντε κατηγορίες προβλημάτων που χρήζουν άμεσης παρέμβασης.
2. Η χωροταξία των δικαστηρίων
Το πόσα δικαστήρια έχει μια χώρα και το πού εδράζονται αυτά είναι ένα θέμα σημαντικό, που επηρεάζει τόσο την αποτελεσματική λειτουργία του δικαστικού συστήματος, όσο και το κόστος του και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αν μια περιοχή, για παράδειγμα, εμφανίζει μεγάλη ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης αλλά το πλησιέστερο δικαστήριο βρίσκεται 100 χιλιόμετρα μακριά, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αν μια μικρή πόλη έχει περιορισμένες ανάγκες, αλλά διαθέτει ένα μεγάλο δικαστήριο με μεγάλο αριθμό δικαστών που επεξεργάζονται μικρό αριθμό υποθέσεων, προκύπτει σπατάλη και ανθρώπινου δυναμικού και πόρων.
Στο θέμα της χωροταξίας των δικαστηρίων, λοιπόν, πρέπει να επιτυγχάνεται μια ισορροπία που επηρεάζεται από πολλά δεδομένα. Για παράδειγμα, έρευνες έχουν δείξει ότι τα μεσαία μεγέθους δικαστήρια (αυτά που έχουν τουλάχιστον είκοσι δικαστές, αλλά όχι περισσότερους από ογδόντα) είναι πιο παραγωγικά από ό,τι τα πολύ μεγάλα ή τα πολύ μικρά δικαστήρια. Η ροή και το πλήθος των υποθέσεων, ο φόρτος εργασίας, οι γεωγραφικές αποστάσεις, οι τεχνολογικές υποδομές, οι συγκοινωνιακές συνθήκες και τα μέσα μεταφοράς είναι επίσης πολύ σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν το πού πρέπει να βρίσκονται τα δικαστήρια, και ποιο μέγεθος πρέπει να έχουν. Ακόμα και η ελκυστικότητα μιας πόλης ως μέρος στο οποίο θα ήθελαν να ζουν δικαστές, δικηγόροι και δικαστικοί υπάλληλοι είναι παράγοντας που πρέπει να επηρεάζει τη χωροταξία των δικαστηρίων.
Στη χώρα μας η χωροταξία των διοικητικών δικαστηρίων σήμερα είναι αναχρονιστική και προκαλεί σοβαρά προβλήματα και δυσλειτουργίες. Και τα προβλήματα δεν περιορίζονται, βεβαίως, στο ότι υπάρχουν δικαστήρια με μικρό αριθμό δικαστών και υπαλλήλων που διαχειρίζονται πολύ λίγες υποθέσεις, ή στο ότι υπάρχουν δικαστήρια στην Αθήνα με πολυάριθμους δικαστές και τεράστιο όγκο υποθέσεων που αδυνατούν να ανταποκριθούν στον φόρτο εργασίας. Υπάρχουν δικαστήρια που φιλοξενούνται σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, άλλα που βρίσκονται σε κτίρια ιδιωτών που είναι προορισμένα για κατοικία, άλλα σε δημόσια κτίρια με ανεπαρκείς υποδομές, ή σε ανεπαρκείς χώρους σε δικαστικά μέγαρα, όπου διοικητικά δικαστήρια συστεγάζονται με πολιτικά δικαστήρια ή εισαγγελίες.
Η λύση του προβλήματος, λοιπόν, δεν θα περιορίζεται σε ένα νέο γεωγραφικό “χάρτη” των δικαστηρίων, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει και παρεμβάσεις για να λυθούν και όλα τα άλλα, σχετικά προβλήματα, όπως το κτιριακό, το θέμα των τεχνολογικών υποδομών και το θέμα του δικαστικού μάνατζμεντ.
Βεβαίως, η έρευνα καταλήγει σε προτεινόμενες μεταβολές στον χάρτη των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι οποίες μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των δικαιοδοτικών κλάδων, να ισχύσουν και στα πολιτικά δικαστήρια και τις εισαγγελίες. Συγκεκριμένα, προτείνει τη μείωση του αριθμού των διοικητικών πρωτοδικείων σε 12 από 30 που υπάρχουν σήμερα, με τη συγχώνευση κάποιων μικρών, περιφερειακών πρωτοδικείων που έχουν πολύ λίγους δικαστές και μικρό όγκο υποθέσεων με τα μεγαλύτερα, που κατά κανόνα θα πρέπει να εδράζονται στις πρωτεύουσες των περιφερειών. Παράλληλα προτείνει και τη μείωση του αριθμού των διοικητικών εφετείων από εννέα σε επτά, που θα πρέπει κατά κανόνα να εδράζονται στις έδρες των αποκεντρωμένων διοικήσεων. Σύμφωνα με την πρόταση άλλες, μικρότερες πόλεις και απομακρυσμένα μέρη όπως τα νησιά θα μπορούν να αποκτούν πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα με τη δημιουργία δικαστικών καταστημάτων που θα επιτρέπουν μια σειρά από διαδικασίες (ακροάσεις δικηγόρων, διαδίκων) μέσω τηλεσυνεδρίασης, κάτι που ήδη προβλέπεται από τη νομοθεσία για τα αστικά δικαστήρια.
Μια τέτοια μεταρρύθμιση, βεβαίως, δεν θα είναι εύκολη. “Οποιαδήποτε χρονική στιγμή επιχειρηθεί”, γράφει ο κ. Πικραμένος στην έρευνα, “θα συναντήσει ισχυρές αντιδράσεις από κυβερνητικά στελέχη, βουλευτές, δικηγόρους, δικαστές, συνδικαλιστικά όργανα της δικαιοσύνης κ.α.”. Ωστόσο δεν είναι αδύνατη. Χώρες μεγαλύτερες αλλά και μικρότερες από τη δική μας στη δυτική και την ανατολική Ευρώπη έχουν υλοποιήσει τέτοιας κλίμακας αλλαγές με επιτυχία, αφού πρώτα είχαν μελετήσει διεξοδικά τις τοπικές ανάγκες, είχαν προδιαγράψει με ακρίβεια τις ανάγκες και είχαν εξασφαλίσει τις απαραίτητες συναινέσεις, όπου αυτό ήταν εφικτό. Επιπλέον, όπως είπαμε, τέτοιες αλλαγές δεν μπορεί να γίνονται χωρίς να συνδυάζονται με άλλες, εξίσου σημαντικές τομές στο θέμα της στέγασης των δικαστηρίων και στην ανάπτυξη τεχνολογικών μέσων.
3. Η τεχνολογία
Το θέμα της χρήσης τεχνολογικών λύσεων που υπάρχουν διαθέσιμες πια εδώ και δεκαετίες και έχουν μεταμορφώσει τη δημόσια διοίκηση σε πολλές χώρες είναι πολυσυζητημένο -και η διαΝΕΟσις έχει καταθέσει τη δική της πρόταση για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση της χώρας. Το ελληνικό δικαστικό σύστημα έχει επίσης να επωφεληθεί πολύ από τη χρήση τεχνολογικών μέσων που μπορούν να απλοποιήσουν πολλές από τις διαδικασίες του. Αναφέραμε παραπάνω τη δυνατότητα τηλεδιασκέψεων που μπορούν να εξυπηρετήσουν πολίτες σε απομακρυσμένες περιοχές, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες δυνατότητες.
Η έρευνα υπογραμμίζει, για παράδειγμα, την ανάγκη εφαρμογής της “ψηφιακής δικογραφίας”. Δικογραφία αποκαλείται το σύνολο των εγγράφων που αφορούν σε μια δικαστική υπόθεση -η έρευνα προτείνει όλα τα έγγραφα να συλλέγονται με ηλεκτρονική μορφή, ώστε ο φάκελος να μπορεί να αποθηκεύεται και να εντοπίζεται ευκολότερα από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Έτσι θα αποφεύγονται εξαιρετικά συχνά αλλά για την εποχή μας εξωφρενικά φαινόμενα, όπως διαρκείς αναβολές εξαιτίας ελλιπούς διακρίβωσης στοιχείων που βρίσκονται χαμένα σε χάρτινους φακέλους. Η έρευνα προτείνει την επιβολή επιπλέον τέλους στους διαδίκους που επιθυμούν να καταθέσουν έντυπα δικόγραφα, ως κίνητρο για την ηλεκτρονική υποβολή των πάντων. Η ηλεκτρονική υπογραφή των εγγράφων που κινούνται από δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους είναι επίσης επιβεβλημένη, και θα βοηθούσε στην επίσπευση των διαδικασιών, ενώ και η ηλεκτρονική αποστολή των αποφάσεων, των κλήσεων, των κλητήριων θεσπισμάτων και των βουλευμάτων θα διευκόλυνε πολύ.
Βεβαίως, εδώ πρέπει να πούμε ότι μια ακόμα πιο επιτακτική ανάγκη σε αυτό τον τομέα είναι η ολοκλήρωση ενός φιλόδοξου έργου που βρίσκεται ήδη σε φάση υλοποίησης, του “Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων” (“ΟΣΔΔΥ”) που περιλαμβάνει μια σειρά από ψηφιακές υπηρεσίες και για τα διοικητικά (“ΟΣΔΔΥ ΔΔ”) και για τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια (“ΟΣΔΔΥ ΠΠ”). Κάποιες από τις υπηρεσίες του λειτουργούν ήδη (όπως η ψηφιακή πύλη “ΣΟΛΩΝ” στην οποία, για παράδειγμα, δικηγόροι πολιτικών ή ποινικών υποθέσεων μπορούν να καταθέσουν ηλεκτρονικά δικόγραφα σε κάποια ειρηνοδικεία -αλλά όχι ακόμα σε πρωτοδικεία ή εφετεία) μα άλλες καθυστερούν ακόμη. Το πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ, πρέπει να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό, ώστε να λειτουργεί ως πηγή ενημέρωσης για πολίτες και δικηγόρους, να επιτρέπει την ηλεκτρονική κατάθεση και διακίνηση εγγράφων σε όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμών και την ηλεκτρονική κοινοποίηση αποφάσεων, αλλά και να διασυνδέεται με άλλους δημόσιους φορείς και πληροφοριακά συστήματα.
4. Η εκπαίδευση
Οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς εκπαιδεύονται (κατά την είσοδό τους στο σώμα) και επιμορφώνονται (κατά τη διάρκεια της καριέρας τους) στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔΙ), η οποία ιδρύθηκε το 1994 και δέχεται δικηγόρους, ειρηνοδίκες, κατόχους διδακτορικών τίτλων από Νομικές σχολές ή δικαστικούς υπαλλήλους με πτυχίο Νομικής και πενταετή εμπειρία. Μολονότι είναι μια απαιτητική σχολή υψηλού επιπέδου με διασυνδέσεις με αντίστοιχες σχολές του εξωτερικού, οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη υιοθέτησης σύγχρονων προγραμμάτων σπουδών και καλών πρακτικών που ακολουθούν άλλες χώρες στην κατάρτιση των δικαστών, με σκοπό να μην είναι καταρτισμένοι μόνο στα αμιγών νομικά ζητήματα, αλλά και σε θέματα δικαστικής δεοντολογίας, ηθικής και ανεξαρτησίας, διαχείρισης ανθρώπινων πόρων και δεξιοτήτων ηγεσίας.
“Σε ευρωπαϊκές σχολές δικαστικών λειτουργών”, γράφουν οι ερευνητές, “δίδεται ιδιαίτερη σημασία ώστε το περιεχόμενο της κατάρτισης και της επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών να προσανατολίζεται στην ενδυνάμωση της ανεξαρτησίας τους και την απόκτηση σύγχρονων αντιλήψεων”.
Στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, η αντίστοιχη σχολή περιέχει στη διδακτική ύλη μαθήματα όπως “δικαστική δεοντολογία” και “δικαστική ψυχολογία” αλλά και “επικοινωνία”, “χιούμορ και ελευθερία έκφρασης” και “δικαιοσύνη και ποίηση”. Στη Γαλλία μερικά ονόματα μαθημάτων είναι “Διαχείριση του δικαστικού χρόνου”, “Το προφίλ και τα εργαλεία του δικαστή μάνατζερ” και “Ο δικαστής ως υπεύθυνος για τη διοίκηση του δικαστηρίου”. Στην Ισπανία διδάσκουν τους δικαστές διαχείριση κρίσεων, ικανότητες επικοινωνίας (με τη χρήση επαγγελματιών ηθοποιών), διαχείριση του στρες και μάνατζμεντ προσωπικού. Κάνουν ακόμα και μαθήματα γιόγκα. Στην Ολλανδία οι φοιτητές είναι υπεύθυνοι για την κατάρτιση του προσωπικού τους προγράμματος σπουδών, το οποίο μπορεί διαρκεί από ένα έως πάνω από τρία χρόνια.
Οι ερευνητές πιστεύουν, λοιπόν, πως και η ελληνική σχολή πρέπει να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα. Η σχολή θα πρέπει να εμπλουτίζει την εκπαίδευση των σπουδαστών φέρνοντάς τους σε επαφή με άλλους δικαστές και εισαγγελείς, πανεπιστημιακούς, ειδικούς επιστήμονες, προσωπικότητες από τον χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, της τέχνης και των γραμμάτων. Επισημαίνουν, δε, ότι για την εισαγωγή στη γαλλική σχολή, οι υποψήφιοι δοκιμάζονται γραπτώς σε μάθημα με τίτλο “Γνώση και κατανόηση του σύγχρονου κόσμου”. Δίνουν τις εξετάσεις σε ομάδες των τριών (για να φανεί αν μπορούν να δουλεύουν σε ομάδα) ενώ περνούν και από εξέταση με ψυχολόγο.
“Η δικαστική λειτουργία είναι κατά βάση βαθιά διανοητική”, γράφουν οι ερευνητές. “Ο δικαστής δεν πρέπει να είναι υπάλληλος που ενδιαφέρεται για την διεκπεραίωση μιας δικογραφίας. Οφείλει να είναι ένας λειτουργός με στοιχεία διανοούμενου, ο οποίος ενδιαφέρεται για την ποιότητα του πνευματικού του πονήματος”. Τέτοιες παρεμβάσεις στη δικαστική εκπαίδευση μπορούν να δημιουργήσουν γενιές νέων δικαστών με ευρύτερη παιδεία και στην Ελλάδα.
5. Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών
Η κυρία Παναγούλα Γλυκατζή ήταν καθαρίστρια σε ένα δημόσιο νοσοκομείο. Κάποτε αποφάσισε να προσφύγει στα δικαστήρια, διεκδικώντας τις μειωμένες αμοιβές της από το ελληνικό Δημόσιο. Η υπόθεσή της χρειάστηκε δώδεκα χρόνια και επτά μήνες για να τελεσιδικήσει και έτσι, έχοντας περάσει τα 70 πια, η κ. Γλυκατζή πήγε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη “σε εύλογο χρονικό διάστημα” περιγράφεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εύλογα, στην υπόθεση “Γλυκατζή κατά Ελλάδας” η Ελλάδα έχασε. Και δεν ήταν η μόνη φορά. Το πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης είναι, όπως είπαμε στην αρχή, μεγάλο και πολύ σοβαρό στη χώρα μας. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της έρευνας, η λύση είναι “η ορθολογική οργάνωση και διαχείριση των υφιστάμενων πόρων σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνικές υποδομές”.
Ένας άλλος τρόπος καταπολέμησης του προβλήματος θα μπορούσε να είναι η διαδικασία διαμεσολάβησης, η οποία προβλέπεται ήδη από την ελληνική νομοθεσία κυρίως για αστικές υποθέσεις. Η διαμεσολάβηση είναι μια οργανωμένη διαδικασία με την οποία τα μέρη προσπαθούν να επιλύσουν μια μεταξύ τους διαφορά με κοινή συμφωνία, με τη βοήθεια ενός τρίτου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος είναι ουδέτερος και αμερόληπτος.
Αυτός ο τρόπος επίλυσης διαφορών είναι συνηθισμένος διεθνώς και μπορεί να είναι πιο αποδοτικός, οικονομικός (για όλα τα εμπλεκόμενα μέλη) και πολύ πιο γρήγορος από τη δικαστική διαδικασία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής:
Το 1990 ένα εμπορικό πλοίο γεμάτο με πορτοκάλια από το Ισραήλ εμφανίστηκε στο λιμάνι του Λονδίνου. Πολύ γρήγορα, δύο εταιρείες εμφανίστηκαν με τα κατάλληλα παραστατικά, διακδικώντας και οι δύο το φορτίο των πορτοκαλιών. Για να λύσουν τη διαφωνία τους προσέφυγαν στο δικαστήριο, όταν έγιναν σαφή δύο προβλήματα: Πρώτον, η παραμονή του πλοίου στο λιμάνι κόστιζε χρήματα και, δεύτερον, τα πορτοκάλια άρχισαν να σαπίζουν. Οι εταιρείες λοιπόν απευθύνθηκαν σε διαμεσολαβητή, ο οποίος βρήκε και πρότεινε μια λύση. Η μία εταιρεία, όπως διαπίστωσε ο διαμεσολαβητής, ήθελε τα πορτοκάλια για τον χυμό τους, ενώ η άλλη σκόπευε να φτιάξει μαρμελάδα από τη φλούδα. Έτσι, ο διαμεσολαβητής αποφάσισε να μοιραστούν τα πορτοκάλια με ακριβώς αυτό τον τρόπο στις δύο εταιρείες, οι οποίες συμφώνησαν, ικανοποιημένες εξίσου, και αδιαφορώντας για το ποιος ήταν ο πραγματικός παραλήπτης του φορτίου τελικά.
Η διαμεσολάβηση όταν λειτουργεί με τέτοιο τρόπο μπορεί πράγματι να φανεί πολύτιμη, ειδικά σε ένα σύστημα σαν το δικό μας. Σύμφωνα με τους ερευνητές, όμως, καμία νομοθετική προσπάθεια εισαγωγής δομών διαμεσολάβησης στη χώρα μας δεν πέτυχε σημαντικά αποτελέσματα -παρ’ όλο που πολλές κυβερνήσεις το έχουν προσπαθήσει, από το 1995 κιόλας. “Οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στην έλλειψη της νοοτροπίας συνδιαλλαγής, που είναι διάχυτη στην ελληνική κοινωνία”, γράφουν οι ερευνητές, “σε συνδυασμό με τη στάση των δικηγόρων που, στην πλειοψηφία τους, δεν ωθούν τους διαδίκους στην επιλογή παρόμοιων λύσεων, αλλά τους κατευθύνουν μάλλον προς τη χρονοβόρα δικαστική επίλυση των διαφορών, στάση που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον μεγάλο αριθμό τους”. Παρ’ όλα αυτά, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για την εισαγωγή του θεσμού της διαμεσολάβησης και σε νέες κατηγορίες διαφορών, όπως η ενδοοικογενειακή βία, οι διαφορές με αμιγώς οικονομική διάσταση και περιπτώσεις περιουσιακών εγκλημάτων που στρέφονται κατά του δημοσίου, συνεχίζονται. “Οι διατάξεις αυτές βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση”, γράφουν οι ερευνητές”. αποτελεί δε υποχρέωση (…) του νομοθέτη να παρέμβει όπου απαιτείται προς τον σκοπό της βελτίωσής τους αλλά και επεκτάσεώς τους και σε άλλου τύπου παραβατικές συμπεριφορές”.
6. Δικαστικοί Υπάλληλοι
Σε πολλές χώρες της Ευρώπης ένα μεγάλο μέρος των εργασιών στα δικαστήρια δεν γίνεται από τους δικαστές, αλλά από καλά καταρτισμένους δικαστικούς υπαλλήλους. Αυτό, βεβαίως, διευκολύνει το έργο των δικαστών, επιταχύνοντας τις διαδικασίες και μειώνοντας το φόρτο εργασίας τους. Είναι μια σημαντική παράμετρος, άγνωστη στα ελληνικά δικαστήρια σήμερα.
Αν και το δικαστικό μας σύστημα χρειάζεται δικαστικούς υπαλλήλους υψηλής κατάρτισης σε τομείς όπως η στατιστική και η επιστήμη υπολογιστών, ωστόσο τα κριτήρια προσλήψεων και η διαχείριση αυτού του κρίσιμου δυναμικού γίνεται με τρόπο που εξυπηρετεί άλλες ανάγκες. Για παράδειγμα, η τελευταία κατανομή των οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων έγινε το 2004 (θα έπρεπε να γίνεται κάθε δύο χρόνια). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η μέση αναλογία είναι 3,5 υπάλληλοι προς 1 δικαστή. Στα διοικητικά δικαστήρια της Ελλάδας,, ο νόμος προβλέπει μια αναλογία 1 υπάλληλος προς 1 δικαστή. Στην πράξη, όμως, σε αυτά τα δικαστήρια αντιστοιχεί ένας υπάλληλος για κάθε 3 δικαστές!
Πρόσφατα πάνω από 2.500 θέσεις σε δικαστήρια και δικαστικές υπηρεσίες πληρώθηκαν από επιτυχόντες διαγωνισμού ΑΣΕΠ του 1998. Καθώς δεν έχει εκδοθεί το Προεδρικό Διάταγμα που προβλέπεται ότι μπορεί να ορίζει ειδικά προσόντα και τίτλους σπουδών (π.χ. πτυχίο Νομικής) για συγκεκριμένους κλάδους και ειδικότητες, σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο σε 1.024 οργανικές θέσεις στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια να υπηρετούν μόλις 56 απόφοιτοι Νομικής σχολής.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα και οι δικαστικοί υπάλληλοι να γίνουν ενεργό μέρος της αντιμετώπισης των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, οι ερευνητές προτείνουν αφενός νέα τυπικά προσόντα για τις νέες προσλήψεις, και επιμόρφωση των σημερινών δικαστικών υπαλλήλων.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές θεωρούν ότι ο νέος Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων είναι αναγκαίο να προβεί στην αναμόρφωση των κλάδων με την εισαγωγή νέων που προϋποθέτουν ειδικά τυπικά προσόντα ώστε να καλυφθούν οι σύγχρονες ανάγκες των δικαστηρίων όλων των δικαιοδοτικών κλάδων και των εισαγγελιών. “Αυτό το καταρτισμένο προσωπικό δεν θα ασχολείται μόνο με τρέχοντα γραμματειακά καθήκοντα», τονίζουν, “αλλά θα συνδράμει το έργο των δικαστών και θα προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στη λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών”.
Πηγή: διαΝΕΟσις
Περισσότερα στη δημοσίευση: Η Δικαιοσύνη Στην Ελλάδα – Προτάσεις Για Ένα Σύγχρονο Δικαστικό Σύστημα