- Συνέντευξη: Ο ερευνητής Διονύσης Αντύπας με απλά λόγια μας μαθαίνει το χαλαρόνιο και τη σχέση του με την σκοτεινή ύλη
- ΝΕLIOTA: Το ερευνητικό πρόγραμμα παρακολούθησης εκλάμψεων λόγω προσκρούσεων παραγήινων αστεροειδών και μετεωροειδών στη Σελήνη
- Podcast: Συζήτηση με τον καθηγητή Νικόλαο Στεργιούλα με αφορμή το σημαντικό εύρημα της εργασίας του για τα άστρα νετρονίων
- Podcast: Ο Διονύσης Σιμόπουλος απαντά σε ερωτήματα για το σύμπαν και την έρευνα που σχετίζεται με αυτό
- Άρθρο με αφορμή το Nobel Φυσικής του 2017: Οι βηματισμοί της Επιστήμης και η πορεία προς τον εντοπισμό των βαρυτικών κυμάτων
- Συνέντευξη: Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα με τα μάτια ενός νέου ερευνητή όπως ο κ. Μπάμπουλης (Μέρος 3)
- Συνέντευξη: Ο ερευνητής Νανοτεχνολογίας κ. Μπάμπουλης περιγράφει τη δομή των νέων 2D υλικών και τις εφαρμογές τους (Μέρος 2)
- Συνέντευξη: Συζητώντας με τον ερευνητή κ. Παντελή Μπάμπουλη για τα ενδιαφέροντα τεχνητά υλικά, γερμανένιο και πυριτένιο (Μέρος 1)
- podcast: Τι είναι τα Βαρυτικά Κύματα (Συνέντευξη με τον Ερωτόκριτο Κατσαβουνίδη, διευθυντή έρευνας στο ΜΙΤ)
- podcast: Αναζητώντας τα Βαρυτικά Κύματα (Συνέντευξη με τον Χρήστο Τσάγκα, Αναπληρωτή Καθηγητή του ΑΠΘ)
Η Ανταρκτική χάνει ταχύτατα τα άκρα της εξ αιτίας των θερμότερων νερών του ωκεανού
Οι παγωμένες άκρες της Ανταρκτικής διαλύονται στα όλο και θερμότερα νερά του ωκεανού και, σύμφωνα με μια νέα μελέτη, η απώλεια του πάγου αυξάνεται δραματικά κατά την τελευταία δεκαετία. Συναρμολογώντας τις εγγραφές 18 ετών της λέπτυνσης των παγοκρηπίδων από τρία διαφορετικά σύνολα δορυφορικών δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ορισμένες παγοκρηπίδες στη Δυτική Ανταρκτική έχασαν, κατά την τελευταία δεκαετία, γύρω στο 18% του όγκου τους. Αλλά, όπως αναφέρουν, η υπόθεση αυτή στην Ανατολική Ανταρκτική εξακολουθεί να είναι θολή. Παρόλο που ο όγκος των παγοκρηπίδων αυτής της περιοχής έχει σημαντικές διακυμάνσεις, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε σαφής τάση απώλειας του όγκου τους κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου.
Το στρώμα πάγου της Ανταρκτικής, το παχύ στρώμα πάγου που καλύπτει το πιο μεγάλο μέρος της ηπείρου, είναι αγκιστρωμένο στη θέση του με τις επιπλέουσες παρυφές του, τις παγοκρηπίδες, να προβάλλουν μέσα στον ωκεανό που τις περιβάλλει. Οι κρηπίδες ενεργούν ως αντιστήριγμα στο «γειωμένο» πάγο, βοηθώντας στην επιβράδυνση της ροής του στρώματος πάγου των παγετώνων προς στον ωκεανό. Αλλά τα όλο και θερμότερα νερά του ωκεανού κατατρώγουν την κάτω πλευρά αυτών των παγοκρηπίδων, αραιώνοντας τες σε πολλά μέρη και μειώνοντας την ικανότητά τους να στηρίζουν τον πάγο. Αυτή η επίδραση είναι ιδιαίτερα εμφανής στα τμήματα του πάγου της Δυτικής Ανταρκτικής (West Antarctic Ice Sheet – WAIS), που για καιρό θεωρείτο ως το πιο ευάλωτο τμήμα της ηπείρου στην κλιματική αλλαγή. Δύο περιοχές της WAIS, οι θάλασσες Amundsen και Bellingshausen, έχουν υποστεί ιδιαίτερα δραματικές απώλειες του πάγου κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Αλλά ακόμη και το κατά πολύ μεγαλύτερο στρώμα πάγου της Ανατολικής Ανταρκτικής (East Antarctic Ice Sheet – EAIS) είναι ευάλωτο. Ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι οι παρυφές των παγοκρηπίδων μπορεί να λεπτύνουν, πάρα πολύ. Μια μελέτη του 2012 (στο Nature), χρησιμοποιώντας δορυφορικά δεδομένα από την αποστολή ICESat από το 2003 έως το 2008, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, αναφέροντας ότι οι παγοκρηπίδες στο EAIS είχαν τώρα απώλεια όγκου . Ειδικότερα, η μελέτη διαπίστωσε απώλεια όγκου των παγοκρηπίδων Totten και Moscow University, οι οποίες βοηθούν τη στήριξη ενός μεγάλου τμήματος του EAIS.
Ωστόσο, αυτά τα δεδομένα των πέντε χρόνων, είναι πολύ λίγα για να προσδιοριστούν πλήρως οι τάσεις στην απώλεια όγκου σε πολλές περιοχές της Ανταρκτικής, λέει ο Fernando Paolo, διδακτορικός φοιτητής στο Scripps Institution of Oceanography στο San Diego, στην Καλιφόρνια. Για να έχουν τη μεγαλύτερη εικόνα που είναι διαθέσιμη τώρα, ο Πάολο και οι συνεργάτες του, συράψανε δορυφορικά υψομετρικά δεδομένα από τρεις διαδοχικές και αλληλεπικαλυπτόμενες αποστολές: τις ERS-1 και ERS-2 του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA) (που πέταξαν αντίστοιχα από το 1991 έως το 2000 και το 1995 έως το 2011), και την αποστολή ENVISAT της ESA, η οποία συγκέντρωσε στοιχεία από το 2002 έως το 2012. Μαζί και οι τρεις αποστολές καλύπτουν σχεδόν 20 χρόνια παρατηρήσεων.
Και αυτό γίνεται, λέει ο Paolo, επειδή σε ορισμένες περιοχές της Ανταρκτικής, υπήρχαν σημαντικές διακυμάνσεις στην απώλεια ή την ενίσχυση του πάγου. Ενώ περιοχές, όπως οι θάλασσες Amundsen και Bellingshausen, έχουν αρκετά σταθερές απώλειες που τη χρονική περίοδο της παρατήρησης δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, που δεν είναι η κατάσταση στις άλλες περιοχές, ιδιαίτερα σε εκείνες του EAIS, λέει ο Paolo. «Για αυτό είναι πολύ σημαντικό το μακροχρόνιο αρχείο δεδομένων. Μπορείς να αρχίσεις να βλέπεις αυτές τις διακυμάνσεις».
Ακόμα κι έτσι, η συνολική εικόνα είναι ζοφερή, αναφέρουν στο Science. Η 18-ετής εγγραφή δείχνει ότι η μέση απώλεια του όγκου των παγοκρηπίδων της Ανταρκτικής, σε όλη την ήπειρο, έχει επιταχυνθεί σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία. Από το 1994 έως το 2003, η συνολική απώλεια του όγκου των παγοκρηπίδων σε όλη την ήπειρο ήταν αμελητέα, περίπου 25 κυβικά χιλιόμετρα ανά έτος (συν ή πλην 64). Αλλά από το 2003 έως το 2012, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 310 κυβικά χιλιόμετρα ανά έτος (συν ή πλην 74). Αυτή η γρήγορη επιτάχυνση ήταν ιδιαίτερα εμφανής στο WAIS (δυτικό τμήμα), όπου οι απώλειες του όγκου αυξήθηκαν κατά 70% την τελευταία δεκαετία . Στα «καυτά» σημεία των θαλασσών Amundsen και Bellinghausen, οι παγοκρηπίδες έχασαν το 18% του πάχους τους σε λιγότερο από 10 χρόνια.
Αλλά στις παγοκρηπίδες Totten και Moscow University πάνω στο ανατολικό μισό του στρώματος πάγου, η εκδοχή ήταν μακράν λιγότερο καθαρή, λέει ο Paolo. «Δεν είμαστε ακόμα σε θέση να πούμε με σιγουριά αν αυτή η κρηπίδα πάγου λεπταίνει ή πυκνώνει, τα δεδομένα είναι πολύ θορυβώδη (και) πολύ δύσκολο να ερμηνευθούν». Παρά το γεγονός ότι τα δεδομένα τους συμπίπτουν με προηγούμενα ευρήματα ότι οι κρηπίδες είχαν λεπτύνει από το 2003 μέχρι το 2008, λέει, «πριν και μετά από αυτά τα 5 χρόνια οι συνθήκες άλλαξαν. Οι παγοκρηπίδες ενισχύθηκαν σε πάχος».
«Είναι πολύ σημαντικό έργο», λέει ο Martin Siegert, παγετωνολόγος στο Imperial College του Λονδίνου. «Αυτές οι εκτιμήσεις των παγοκρηπίδων πρέπει να γίνονται τακτικά» για να δημιουργηθεί μια χρονοσειρά δεδομένων που τελικά να είναι σε θέση να διαχωρίσουν ένα σήμα-τάση από το θόρυβο. Αλλά, προσθέτει, ο προσδιορισμός μιας συνολικής τάσης είναι μόνο η μία πλευρά της εξίσωσης. «Πρέπει να ξηλώσεις λίγο αυτή την απάντηση. Ακόμη και η χρονοσειρά που έχουμε δεν είναι αρκετή για να καταλάβουμε πραγματικά τι συμβαίνει με αυτό το σύστημα». Για παράδειγμα, λέει, αν και η νέα μελέτη δεν βρήκε καμία συνολική μεταβολή του ρυθμού τήξης στον παγετώνα Totten, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η μεγάλη μεταβλητότητα στο ρυθμό τήξης σε αυτές τις δεκαετίες, αιτιολογεί μια πολύ πιο προσεκτική ματιά στη σύνθετη τοπογραφία της περιοχής, μεταξύ άλλων παραγόντων, προκειμένου να προβλεφθεί ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα θα μπορούσε πραγματικά να αλλάξει στο μέλλον.
Για το σκοπό αυτό, ο Siegert είναι μέρος μιας ομάδας επιστημόνων που έχει εξετάσει την τοπογραφία του πυθμένα της θάλασσας στην περιοχή, ένα κομμάτι του παζλ. Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύεται στο Nature Geoscience , η ομάδα του εντόπισε δύο βαθιές υποβρύχιες κοιλότητες κάτω από τον παγετώνα, που σημειώνουν πως θα μπορούσαν να είναι μονοπάτια για το σχετικά θερμό νερό του ωκεανού, για να φτάσει στο κάτω μέρος του παγετώνα, ενισχύοντας την τήξη του. Αλλά η τοπογραφία είναι μόνο ένα μέρος της υπόθεσης. Η σύζευξη με σημαντικά βελτιωμένα δορυφορικά δεδομένα, όπως και η καλύτερη κατανόηση των διαδικασιών του παγετώνα και των ωκεανογραφικών και κλιματικών συνθηκών, είναι «ίσως ότι πρέπει να κάνουμε σε όλες αυτές τις θέσεις», λέει ο Siegert.
Ο Paolo σημειώνει ότι τα ευρήματα της ομάδας του δεν αλλάζουν τη μεγαλύτερη υπόθεση της τήξης στην Ανταρκτική, ακόμα και στην Ανατολική Ανταρκτική. Στην πραγματικότητα, λέει, τονίζουν την ανάγκη για πρόσθετα δεδομένα, για να παρακολουθείται η πρόοδός της. Για να γίνει κατανοητό τι πραγματικά συμβαίνει με τις παγοκρηπίδες και τα στρώματα πάγου, λέει, οι επιστήμονες θα πρέπει όχι μόνο να εντοπίζονται υψομετρικά δεδομένα, αλλά επίσης και να γίνονται συνεχείς μετρήσεις των ιδιοτήτων του ωκεανού, κοντά και κάτω από τις παγοκρηπίδες και καλύτεροι βαθυμετρικοί χάρτες, όπως αυτούς που η ομάδα του Siegert παρήγαγε. «Τώρα μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με διαφορετικό τρόπο για το πώς [η περιοχή] θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο μέλλον σε πιθανές διαταραχές».
Πηγή: American Association for the Advancement of Science