Επιλεγμένα

Έρευνα: Οι Επιπτώσεις Της Κρίσης Στα Εισοδήματα Των Ελλήνων – Β’ μέρος

Από στις 20 Νοεμβρίου 2018

Διαβάστε το Α’ μέρος

Πλούσιοι και φτωχοί, πριν και μετά την κρίση

Για να μελετήσουν περαιτέρω τις σημαντικές αλλαγές που έφερε η κρίση στη ζωή των πολιτών, οι ερευνητές «απομόνωσαν» και «ακολούθησαν» τις τάσεις σε συγκεκριμένα ελληνικά νοικοκυριά για την τετραετία 2009-2012. Τα νοικοκυριά αυτά έπρεπε να συγκεντρώνουν δυο χαρακτηριστικά: αφενός να συμμετέχουν σε καθένα από αυτά τα χρόνια στην EU-SILC (βλέπε Α’ μέρος) και αφετέρου η σύνθεσή τους να παραμένει σταθερή μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια (να μην προστίθεται ούτε να φεύγει κάποιο μέλος). Βρέθηκαν 1.000 νοικοκυριά με 2.300 μέλη που συγκέντρωναν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Είναι πλέον σαφές -και κάπως αυτονόητο-, ότι η οικονομική κρίση έκανε τους Έλληνες φτωχότερους. Όμως με ποιον ακριβώς τρόπο γίναμε φτωχότεροι; Φτώχυναν περισσότερο οι πιο φτωχοί, η μεσαία τάξη ή οι πιο πλούσιοι; Για να εκτιμήσουν τις μεταβολές αυτές, οι ερευνητές υπολόγισαν τις αλλαγές στα εισοδήματα των 1.000 νοικοκυριών με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, διατηρώντας όμως σταθερή τη σύνθεση των δεκατημορίων εισοδήματος σύμφωνα με την κατανομή του πρώτου και του τελευταίου έτους της περιόδου, του 2009 και του 2012 αντιστοίχως.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσής αυτής ήταν απρόσμενα. Υπό το πρίσμα της εισοδηματικής κατανομής του τέλους της περιόδου, δηλαδή του 2012, οι εισοδηματικές μεταβολές ήταν «αντίστροφα προοδευτικές». Σε απόλυτα μεγέθη, η μέση μηνιαία απώλεια του φτωχότερου 10% υπήρξε διπλάσια της απώλειας του πλουσιότερου 10% (€404 έναντι €205). Η μέση απώλεια για το σύνολο του πληθυσμού ήταν €322 τον μήνα. Με άλλα λόγια φαίνεται ότι, από τη σκοπιά του 2012, οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι υπέστησαν τις μικρότερες απώλειες.

Αντίθετα, υπό το πρίσμα της εισοδηματικής κατανομής του 2009, οι μεταβολές εισοδήματος της ίδιας περιόδου εμφανίζονται «προοδευτικές». Οι εισοδηματικές απώλειες αυξάνονταν καθώς μετακινούμαστε προς τα μεγαλύτερα εισοδήματα. Η μείωση του μέσου μηνιαίου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος για το πιο πλούσιο 10% έφτασε το ποσό των €853. Όσο για την εισοδηματική κατάσταση του φτωχότερου 10%, αυτή παρουσίασε μικρή βελτίωση (€62 μηνιαίως). Δηλαδή, από τη σκοπιά του 2009, φαίνεται ότι οι φτωχοί έγιναν λιγότερο φτωχοί, και οι πλούσιοι λιγότερο πλούσιοι.

Πώς συμφιλιώνονται μεταξύ τους τα αποτελέσματα αυτά; Η απάντηση βρίσκεται στις ανακατατάξεις της εισοδηματικής κλίμακας μέσα στα τέσσερα αυτά χρόνια. Τα νοικοκυριά που βρίσκονταν στο φτωχότερο 10% το 2009 δεν ταυτίζονται με εκείνα που βρίσκονταν στο ίδιο δεκατημόριο του 2012. Για την ακρίβεια, τα νοικοκυριά που βρίσκονταν στο φτωχότερο 10% το 2009, είχαν καταφέρει μέχρι το 2012 να αυξήσουν τα -πολύ χαμηλά- εισοδήματά τους, κατά μέσο όρο κατά 22%. Με αυτό τον τρόπο κάποιοι είχαν καταφέρει ακόμη και να αλλάξουν δεκατημόριο.

Πιάνοντας, όμως, το νήμα από την άλλη άκρη, στο φτωχότερο 10% τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2012, βρίσκονταν νοικοκυριά που υπέστησαν στα χρόνια της κρίσης τρομακτικές απώλειες, κατά μέσο όρο ύψους 71%. Πρόκειται δηλαδή συχνά για «εκπεσόντες» από ανώτερα εισοδηματικά δεκατημόρια που είδαν την κρίση να μειώνει δραματικά τα εισοδήματά τους και οδηγήθηκαν έτσι στο φτωχότερο κομμάτι του πληθυσμού.

Τα χαρακτηριστικά των φτωχών άλλαξαν σημαντικά στην περίοδο της κρίσης. Όμως φαίνεται ότι η πολιτική κατά της φτώχειας δεν έχει προσαρμοστεί όσο χρειάζεται στα νέα δεδομένα και αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που προσφέρει η μελέτη αυτή στον δημόσιο διάλογο.

Το συμπέρασμα αυτό, δηλαδή ότι οι φτωχότεροι προ κρίσης είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται ενώ οι «νέοι φτωχοί» της κρίσης προέρχονταν κυρίως από άλλες εισοδηματικές κατηγορίες, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες, ακόμα και σε αντίστοιχες έρευνες εκτός Ελλάδος.

Οι αιτίες γι’ αυτό είναι σύνθετες. Όπως είδαμε παραπάνω η κρίση έπληξε πολύ περισσότερο τους εργαζόμενους από ότι τους συνταξιούχους (βλέπε Α’ μέρος). Παρά τις περικοπές των συντάξεων οι συνταξιούχοι συνέχισαν να λαμβάνουν τις συντάξεις τους, μια σταθερότητα και ένα εισόδημα που οι μισθωτοί και κυρίως οι χαμηλόμισθοι ήταν πολύ πιο δύσκολο να βρουν. Με αυτόν τον τρόπο οι συνταξιούχοι, κάποιοι από τους οποίους ήταν μέρος των φτωχότερων το 2009, βελτίωσαν τη σχετική θέση τους.

Επιπλέον, η απάντηση σε κάποιο βαθμό έχει σχέση με τη φυσιολογική εναλλαγή των εισοδηματικών κατηγοριών. Κάποιοι ενδέχεται να βρέθηκαν στο χαμηλότερο 10% το 2009 επειδή απλώς πέρασαν μια κακή χρονιά, για τυχαίους λόγους. Έχει όμως σχέση και με την ίδια τη φύση της ελληνικής κρίσης. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, από τις 604.500 θέσεις εργασίας που χάθηκαν από το 2009 μέχρι το 2012 (θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στο 16% του εργατικού δυναμικού) οι 222.000 ήταν στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, οι 140.000 στη μεταποίηση, οι 126.000 στην οικοδομή και τις κατασκευές, αλλά μόνο 22.000 στον πρωτογενή τομέα. Οι εργαζόμενοι στους κλάδους που επλήγησαν περισσότερο φτώχυναν απότομα και πολύ. Άλλοι, όπως οι αγρότες, επλήγησαν λιγότερο.

Τέλος, ενώ αυξανόταν η ανάγκη για εισοδηματική στήριξη των ανέργων, οι οποίοι σχεδόν διπλασιάστηκαν την περίοδο 2010-2014, η στήριξή τους από το κράτος μειωνόταν. Το ποσοστό κάλυψης των ανέργων από προγράμματα στήριξης μειώθηκε από 35% το 2010 σε μόλις 9% το 2014, ενώ και το τακτικό επίδομα ανεργίας μειώθηκε από 454 ευρώ το μήνα σε 360 ευρώ το μήνα την ίδια περίοδο. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που έφερε κάποιους στο πιο φτωχό 10% εν μέσω της κρίσης.

Τι άλλαξε στην απασχόληση

Για να διερευνήσουν πιο συγκεκριμένα τις μεταβολές στην απασχόληση στο διάστημα 2008-2016, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (LFS). Χωρίς να επιφυλάσσουν μεγάλες εκπλήξεις, τα δεδομένα αυτά μαρτυρούν μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης για τους άνδρες και για τους κλάδους της οικοδομής (63%), της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης (38%). Αντιθέτως η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση μειώθηκε μόλις 2%, ενώ σχετικά μικρή ήταν η μείωση και στον πρωτογενή τομέα (9%).

Ο αριθμός εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο στις μικρότερες ηλικίες, με τους εργαζόμενους έως 29 ετών να μειώνονται στο μισό. Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι ηλικίας 45-64 μειώθηκαν μόνο κατά 9%. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι μεταβολές στον αριθμό εργαζομένων, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο. Ενώ οι εργαζόμενοι απόφοιτοι δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου ή κάποιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης μειώθηκαν σημαντικά (από 53% έως 20%), οι εργαζόμενοι με πτυχίο ΑΕΙ παρέμειναν σχεδόν σταθεροί, παρουσιάζοντας μικρή μείωση κατά 3%. Ο αριθμός εργαζομένων με μεταπτυχιακό, αντιθέτως, παρουσίασε σημαντική αύξηση: εκτινάχθηκε κατά 57%.

Τέλος, η απασχόληση υποχώρησε περισσότερο στις μικρές επιχειρήσεις με 10 ή λιγότερους εργαζόμενους (-34%) παρά στις μεσαίες (-21%). Η μείωση των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις, με άνω των 50 εργαζόμενους, ήταν αισθητά μικρότερη (-10%) από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες επιχειρήσεων.

Όπως είναι επίσης αυτονόητο η κρίση δεν έπληξε μόνο την απασχόληση αλλά και τις αμοιβές όσων εργάζονται ή συνταξιοδοτούνται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι μειώσεις στις αμοιβές ήταν σημαντικές. Κατά την περίοδο 2008-2016 η μέση αμοιβή στην Ελλάδα μειώθηκε κατά περισσότερο από ένα πέμπτο (-21,8%) ανά εργαζόμενο. Αναζητώντας μια πιο ξεκάθαρη εικόνα ως προς το ποιος επλήγη περισσότερο από τη μείωση των αμοιβών οι ερευνητές ανέτρεξαν στα στοιχεία του ΙΚΑ/ΕΦΚΑ για τα έτη 2007 και 2017. Αναλύοντας τα δεδομένα αυτά βρήκαν ότι η μέση μείωση μισθού την δεκαετία αυτή ήταν 30% (σε αποπληθωρισμένα μεγέθη).

«Οι άνδρες υπέστησαν μεγαλύτερες μειώσεις από τις γυναίκες (32% έναντι 27%)», γράφουν οι ερευνητές εξηγώντας παρακάτω πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά των μειώσεων αυτών. «Οι μέσες αμοιβές αυξάνονται, και το ποσοστό μείωσης φθίνει, καθώς μετακινούμαστε από τις νεαρές ηλικίες στις μεγαλύτερες. Η μέση αμοιβή ενός εργαζόμενου ηλικίας 25-29 ετών τον Δεκέμβριο του 2017 ήταν €613 τον μήνα, ενώ οκτώ χρόνια νωρίτερα ήταν €997 τον μήνα σε σημερινές τιμές (μείωση 38%). Αντίθετα, η μέση αμοιβή ενός εργαζόμενου ηλικίας 55-59 ετών μειώθηκε την ίδια περίοδο από €1.716 σε €1.227 το μήνα σε σταθερές τιμές Δεκεμβρίου 2017 (μείωση 26%)».

Το brain drain και οι ευκαιρίες

Οι παραπάνω, συχνά ασφυκτικές, συνθήκες για τους νέους εργαζόμενους που έχουν αναλυθεί εκτενώς και περιγράφονται γλαφυρά και στη σχετική μελέτη της διαΝΕΟσις, οδήγησαν σε ένα φαινόμενο «νέας μετανάστευσης». Η «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain), όπως κάπως εκκεντρικά έχει ονομαστεί, έχει συμβεί μαζικά και έχει επηρεάσει και αυτή το τοπίο στη σημερινή Ελλάδα. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, μεταξύ 2008 και 2016 εκτιμάται ότι μετανάστευσαν 427.000 άτομα και οι ετήσιες ροές εκτινάχθηκαν από 40.000 το 2010 σε 100.000 το 2016.

Όμως το πιο ανησυχητικό σε σχέση με το πρόβλημα αυτής της «νέας μετανάστευσης» είναι τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που έφυγαν από τη χώρα. «Οι τωρινοί μετανάστες είναι κυρίως νέοι, ανύπαντροι, κάτοικοι των πόλεων και υψηλής μόρφωσης. Τα τρία τέταρτα είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και το ένα τρίτο από αυτούς είναι είτε κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος είτε πτυχιούχοι ιατρικής ή πολυτεχνικών σχολών», σημειώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ για τη μετανάστευση.

Σύμφωνα με τους ερευνητές της διαΝΕΟσις «το κρίσιμο ερώτημα (σχετικά με τη «διαρροή εγκεφάλων») είναι η διάρκεια της παραμονής τους στο εξωτερικό. Εάν δεν επιστρέψουν ποτέ (ή εάν το κάνουν μόνο ως συνταξιούχοι) η χώρα θα έχει χάσει πολύ περισσότερα από τους διαφυγόντες φόρους ή τη δαπάνη εκπαίδευσής τους. Εάν όμως επιστρέψουν [π.χ. σε 5 ή 10 χρόνια από σήμερα] θα είναι κατά τεκμήριο φορείς πολύτιμων γνώσεων και εμπειριών που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα όσων θα εργάζονται μαζί τους και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη».

Τέλος, ένα κρίσιμο θέμα που αναλύει η μελέτη είναι αυτό της διαγενεακής κινητικότητας, που παραπέμπει στην ισότητα των ευκαιριών στη χώρα. Πόσες πιθανότητες έχει ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια φτωχή οικογένεια να καταλήξει κι αυτό φτωχό ως ενήλικας; Και πόσες είναι οι πιθανότητες να ζήσει μια πιο άνετη ζωή; Αντλώντας την τεκμηρίωσή τους από το ειδικό τμήμα της EU-SILC του 2011 που αφορούσε τη «διαγενεακή μετάδοση της μειονεξίας», οι ερευνητές επιχειρούν να απαντήσουν στα παραπάνω ερωτήματα.

Σύμφωνα με τη μελέτη, το 59,5% ατόμων ηλικίας 25-29 ετών που «τα έβγαζαν πέρα δύσκολα» στην Ελλάδα είχαν μεγαλώσει σε οικογένειες που και αυτές τα έβγαζαν πέρα δύσκολα (54,9% στο σύνολο της ΕΕ). Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, στην Ελλάδα είναι 2,2 φορές πιθανότερο κάποιος που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που τα «βγάζει πέρα δύσκολα» να τα βγάζει πέρα δύσκολα σήμερα ως ενήλικας, παρά να τα «βγάζει πέρα εύκολα». Η σχετική πιθανότητα στην ΕΕ είναι ακόμη μεγαλύτερη όμως: 2,8 φορές. Η οικονομική κατάσταση των γονιών κάποιου είναι λιγότερο πιθανό να προσδιορίζει την οικονομική δυσπραγία του στην Ελλάδα από ότι στην ΕΕ.

Όλες οι παραπάνω παράμετροι, τις οποίες αναδεικνύει η έρευνα της διαΝΕΟσις, δείχνουν τις σημαντικές, συχνά ανησυχητικές, αλλαγές που έφερε στην Ελλάδα η οικονομική κρίση. Η μείωση του εγχώριου προϊόντος, η αύξηση της φορολογίας, η μακρόχρονη αρνητική ανάπτυξη, η αναιμική ανάκαμψη που ακολούθησε και συχνά η αδυναμία των διχτυών ασφαλείας του κοινωνικού κράτους να ανταποκριθούν στον ρόλο τους έφεραν μια πρωτόγνωρη κατάσταση και γέννησαν αρκετές αδικίες. Η κατανομή των βαρών της κρίσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις άνιση.

Ασφαλώς δεν υπάρχουν γρήγορες και εύκολες λύσεις για να επουλωθούν οι πληγές αυτές. Όμως ακριβώς για τους παραπάνω λόγους ο γενναίος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής προς ένα αναπτυξιακό μοντέλο υψηλής παραγωγικότητας και εξωστρέφειας είναι απαραίτητος. Επιπλέον, η αναβάθμιση της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, από την προσχολική αγωγή έως την επαγγελματική εκπαίδευση, θα έχει επίσης θετικό αποτέλεσμα. Τέλος, η ενίσχυση του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων και η ανάπτυξη στοχευμένων κοινωνικών υπηρεσιών (π.χ. σχολικά γεύματα, «Βοήθεια στο σπίτι») θα βοηθήσει στην αποκατάσταση κάποιων αδικιών.

Πηγή: διαΝΕΟσις

Περισσότερα στη μελέτη: Όψεις Κοινωνικής Κινητικότητας στην Ελλάδα της Κρίσης.

Egno Editorial

Το Editorial Team του egno. Επικοινωνήστε μαζί μας μέσω της φόρμας επικοινωνίας.